Σάββατο 9 Απριλίου 2016

Φυσική Αγωγή ή ελεύθερο κινητικό παιχνίδι στην αυλή του νηπιαγωγείου;

Θα μπορούσαμε να συμφωνήσουμε ότι η φυσική κινητική δραστηριότητα (το ελεύθερο παιχνίδι δηλαδή) στη προσχολική αγωγή, αποτελεί, ίσως, την πιο αποτελεσματική μαθησιακή διαδικασία των παιδιών αυτής της ηλικίας , παρέχοντας ένα ιδανικό  πλαίσιο για την ανάπτυξη, ψυχοκινητικών, συναισθηματικών και κοινωνικών δεξιοτήτων (Paley, 2005). Έχοντας, όμως, υπόψη, την σημασία που έχει το φυσικό παιχνίδι στην ζωή των μικρών παιδιών, προκαλεί έκπληξη η  έλλειψη
ενημέρωσης (ή και εκπαίδευσης) για τη συστηματοποίηση του πλαισίου μέσα στο οποίο θα λάβει χώρα το ελεύθερο κινητικό παιχνίδι στη σχολική αυλή του νηπιαγωγείου. Ο προβληματισμός μας απορρέει από την αξιωματική θέση ότι η ηλικία 5-7 ετών είναι η ιδανική για την καλλιέργεια και ανάπτυξη των θεμελιωδών κινητικών δεξιοτήτων, γεγονός που θα οδηγήσει στην εγκαθίδρυση ενός πλαισίου μάθησης σύνθετων κινητικών δεξιοτήτων τα μετέπειτα χρόνια. Και αυτό γιατί η κινητική μάθηση δεν λαμβάνει χώρα μέσα από αυτοματοποιημένες διαδικασίες ελεύθερης κινητικής δραστηριότητας, ούτε αναπτύσσεται αυτομάτως μέσα από διαδικασίες ωρίμανσης του οργανισμού (Pica 2008).
Δύο σημεία αξίζει να αναφερθούν σε ότι αφορά την κινητική εκπαίδευση στο προσχολικό περιβάλλον. Κατ’ αρχάς, η αποκλειστική παροχή χρόνου για ελεύθερο κινητικό παιχνίδι, παρέχει δυνατότητες κίνησης αλλά απουσιάζει το στοιχείο της εκπαίδευσης (της κινητικής μάθησης). Τα παιδιά παίζουν ελεύθερα, οι ανισότητες, όμως αμβλύνονται. Παιδιά που παρουσιάζουν μια αυξημένη κινητική συμπεριφορά είτε λόγω του θετικού οικογενειακού περιβάλλοντος, είτε λόγω εσωτερικής παρόρμησης, αναπτύσσουν, πράγματι, σε μεγάλο βαθμό κινητικές δεξιότητες, έστω και σε ανεπεξέργαστη μορφή, τα υπόλοιπα, όμως, που δεν έχουν την έμφυτη κλίση προς την κίνηση, υστερούν ακόμη περισσότερο, μπαίνοντας σε έναν φαύλο κύκλο ανατροφοδότησης της μειωμένης κινητικότητας. Η απουσία δομημένου μαθησιακού πλαισίου στερεί από πολλά παιδιά τις δυνατότητες για εκμάθηση θεμελιωδών κινητικών δεξιοτήτων. Δεύτερον, ακόμη και τα παιδιά που έχουν μια έμφυτη ροπή στην κίνηση, αναπτύσσουν λανθασμένες κινητικές αναπαραστάσεις, κάτι που ίσως οδηγήσει σε αναστολή της έμφυτης αυτής ροπής προς την κίνηση στα χρόνια που ακολουθούν. Καταλαβαίνουμε λοιπόν ότι ακόμη και η παροχή ενός πλαισίου ελεύθερου κινητικού παιχνιδιού, χρειάζεται μια δόμηση και μια συστηματοποίηση, κάτι που μπορεί να επιτευχθεί μόνο με τη συνεισφορά ειδικά εκπαιδευμένων ατόμων.
Η κινητική ανάπτυξη και η γνωστική ανάπτυξη για πολλές δεκαετίες αποτελούσαν ξεχωριστές περιοχές του επιστητού στην ερευνητική κοινότητα. Η διερεύνησή τους αντανακλούσε την πεποίθηση ότι τα εγκεφαλικά κέντρα της σκέψης και τα εγκεφαλικά κέντρα της κίνησης δρούσαν ανεξάρτητα το ένα από το άλλο. Υπό το πρίσμα της ανάπτυξης των νευροεπιστημών, τα γνωστικά, αντιληπτικά και κινητικά συστήματα του εγκεφάλου φαίνεται ότι  αλληλεπιδρούν και  επηρεάζουν τον τρόπο δράσης της ανθρώπινης συμπεριφοράς. Η νέα, οικολογική, προσέγγιση ενστερνίζεται την άποψη ότι υπάρχει μια σύνδεση ανάμεσα στην αντίληψη και τη δράση (Kellman & Arterberry, 1998).  Για να κατανοήσουμε, λοιπόν, την διαδικασία της ανάπτυξης των κινητικών δεξιοτήτων, κατά τη διάρκεια της προσχολικής ηλικίας, θα πρέπει να λάβουμε υπόψη όλα τα χαρακτηριστικά που επηρεάζουν τον τρόπο με τον οποίο το ανθρώπινο σώμα κινείται, τη λειτουργική αιτία της κίνησης, τους ανατομικούς περιορισμούς του ανθρώπινου σώματος και τον τρόπο με τον οποίο το ανθρώπινος εγκέφαλος συντονίζει και επιλύει τα προβλήματα που ανακύπτουν από την αλληλεπίδραση του ατόμου με το περιβάλλον. Η κινητική μάθηση, μέσα από διαδικασίες κινητικού ελέγχου απελευθερώνει τις δημιουργικές δυνάμεις του νου, ενισχύει συναπτικές συνδέσεις και κινητοποιεί όλες τις εγκεφαλικές λειτουργίες τόσο του εγκεφαλικού φλοιού όσο και των υπόλοιπων κέντρων του εγκεφάλου, όπως τα βασικά γάγγλια, την παρεγκεφαλίδα, τον μεσεγκέφαλο αλλά τις λειτουργίες του περιφερειακού νευρικού συστήματος.
Σύμφωνα με τον Strickland (1999), τα παιδιά που αισθάνονται καλά για τις φυσικές του ικανότητες αναπτύσσουν μια θετική αυτό-εικόνα. Μέσα από τη Φυσική Αγωγή και τη συμμετοχή σε δομημένα προγράμματα άθλησης συμβάλει στην ανάπτυξη της αυτοπεποίθησης των παιδιών της προσχολικής ηλικίας και ενδεχομένως να αποτελέσουν τον κύριο παράγοντα για την διαμόρφωση της μελλοντικής τους κινητικής συμπεριφοράς (Gruber 1985, 42). Με άλλα λόγια, τα παιδιά  που αναπτύσσουν θετική εικόνα   για τις κινητικές τους δεξιότητες, έχουν λιγότερες πιθανότητες να αναπτύξουν ένα καθιστικό τρόπο ζωής κατά τη διάρκεια της εφηβείας και της ενηλικίωσης.  Το επιδέξιο κινητικά παιδί θα συνεχίσει, με ευχαρίστηση να κινείται. Θα επιδιώξει τη συμμετοχή του σε δραστηριότητες όπως ο χορός, να παίζει σχοινάκι, να κρεμιέται και να αιωρείται στο μονόζυγο και το παιχνίδι σε γήπεδα ή παιδότοπους. Από την άλλη το παιδί που αναπτύσσει μια αρνητική εικόνα για την κινητική του κατάσταση, θα αποφύγει την ενασχόληση με οτιδήποτε έχει σχέση με την κίνηση και αυτή η συμπεριφορά θα εδραιωθεί κατά την εφηβεία και την ενηλικίωση. Αυτή η συμπεριφορά συγκεντρώνει μεγάλες πιθανότητες για την ανάπτυξη της παχυσαρκίας και των παρεπόμενων συνεπειών της (καρδιακές παθήσεις, διαβήτης κλπ). Η εκμάθηση, λοιπόν, των θεμελιωδών κινητικών δεξιοτήτων στην προσχολική ηλικία όπως, οι μορφές μετακίνησης (τρέξιμο, γκάλοπ, χόπλα κλπ), χειρισμού, αλμάτων, ισορροπίας κλπ, αποτελεί τη βάση για την ανάπτυξη κινητικά επιδέξιων ατόμων, που με τη  σειρά του δημιουργεί το πλαίσιο για μια θετική ενασχόληση με την κίνηση στα χρόνια που ακολουθούν Stodden and Goodway (2007).
Σε αυτό το σημείο θα πρέπει να τονίσουμε ότι οι κινητικές δεξιότητες δεν αναπτύσσονται με τον ίδιο τρόπο κατά την διάρκεια της παιδικής ηλικίας. Είναι γεγονός ότι εάν χαθεί ο πλέον ευνοϊκός χρόνος για την ανάπτυξη των βασικών θεμελιωδών δεξιοτήτων όπως οι μορφές μετακίνησης και αλμάτων, που είναι η προσχολική ηλικία, είναι πολύ δύσκολη η εκμάθησή τους σε μεγαλύτερες ηλικίες. Έχουν παρατηρηθεί περιπτώσεις παιδιών που επειδή δεν έχουν μάθει αυτές τις δεξιότητες κατά την προσχολική ηλικία, δυσκολεύονται σε μεγάλο βαθμό να τις μάθουν στο δημοτικό σχολείο (McCaskill & Wellman, 1938). Πολλά μοντέλα κινητικής ανάπτυξης έχουν τονίσει τη σημασία των ανάπτυξης των θεμελιωδών κινητικών δεξιοτήτων κατά τη διάρκεια της προσχολικής ηλικίας. Ο Seefeldt (1980) θεωρεί ότι η καλύτερη ηλικία για την ανάπτυξη κινητικά επιδέξιων ατόμων είναι η προσχολική ηλικία, αναφέροντας ότι η καλλιέργεια των θεμελιωδών κινητικών δεξιοτήτων θα πρέπει να αποτελέσει τον βασικό κορμό του αναλυτικού προγράμματος των παιδιών αυτής της ηλικίας, λόγω της θετικής επίδρασής τους στη γνωστική ανάπτυξη και την ανάπτυξη θετικής αυτό-εικόνας των παιδιών. Τονίζει μάλιστα ότι είναι καθήκον της εκπαιδευτικής κοινότητας και ειδικότερα των εκπαιδευτικών Φ. Αγωγής να βοηθήσουν τα παιδιά να καλλιεργήσουν τις  θεμελιώδης κινητικές δεξιότητες έτσι ώστε να αναπτύξουν τις συντονιστικές τους ικανότητες και μια θετική αυτό-εικόνα.
Καταλήγοντας, θα επικαλεστούμε τη ρήση της γνωστής αναπτυξιολόγου Esther Thelen, η οποία συνοψίζει τη σχέση της αντίληψης με τη δράση (1995)  λέγοντας ότι οι άνθρωποι κατανοούν το περιβάλλον έτσι ώστε να κινούνται και κινούνται για να κατανοήσουν το περιβάλλον. Η κίνηση, δηλαδή, είναι ο τρόπος, να γνωρίσουν το περιβάλλον και να επιδράσουν σε αυτό.

Gruber, J.J. (1985). Physical Activity and Self-Esteem Development in Children: A Meta-Analysis. The Academy Papers, 19: 30–48.
Kellman, P.J., & Arterberry, M.E. (1998). The cradle of knowledge: Development of perception in infancy. Cambridge, MA: MIT Press.
McCaskill, C. L., & Wellman, B. L. (1938). A study of common motor achievements at the preschool ages. Child Development, 9, 141–150.
Paley, V. G. (2005). A child’s work: The importance of fantasy play. Independent School, 64(4), 36–39.
Pica, R. (2008). Learning by Leaps and Bounds: Why Motor Skills Matter. Young Children, 63 (4): 48–9.
Seefeldt, V. (1980). Developmental motor patterns: Implications for elementary school physical education. In C.H. Nadeau, W.R. Halliwell, K.M. Newell, & G.C. Roberts (Eds.), Psychology of motor behavior and sport (pp. 314–323). Champaign, IL: Human Kinetics.
Stodden, D. F., & Goodway, J. D. (2007). The dynamic association between motor skill development and physical activity. Journal of Physical Education, Recreation, and Dance, 78, 33-49.
Strickland, E. (1999). ECT Interview: How to Build Confidence through Outdoor Play. Early Childhood Today, από την ηλεκτρονική διεύθυνση: http://www.scholastic.com/teachers/article/ect-interview-how-build-confidence-through-outdoor-play
Thelen, E. (1995). Motor development: A new synthesis. American Psychologist, 50, 79–95.

Νικόλαος Δόβρος, M.Ed, Phd,  Πανεπιστημίου Κρήτης 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου